Ποτέ δεν μου άρεσαν τα χέρια μου.
Είχα από μικρός λεπτούς καρπούς.
Μεγαλώνοντας δεν άλλαξαν δραματικά τα πράγματα.
Οι παλάμες μεγάλωναν, τα χέρια δυνάμωναν, γέμιζαν ρόζους αλλά οι καρποί λεπτοί.
Από τα πρώτα πράγματα που παρατηρώ στους ανθρώπους είναι τα χέρια τους.
Προδίδουν τα πάντα.
Θαυμάζω τα χέρια που περισσότερο έχουν φροντίσει παρά φροντιστεί.
Αυτά τα χέρια ξεχωρίζουν αμέσως.
Βλέπεις τα χέρια κάποιων ανθρώπων και αντικρίζεις ένα κενό. Μία απραξία.
Βλέπεις τα χέρια κάποιων άλλων και τυφλώνεσαι από την ματαιοδοξία.
Βλέπεις και κάτι χέρια και νομίζεις ότι ακούς μία παράκληση, μια τελευταία εξομολόγηση.
Μου έλεγε ένας παππούς στην Αγιάσο της Λέσβου κοιτώντας τα χέρια του:
Τα κοιτώ και είναι ξένα. Πότε πιάναν το βυζί της μάνας, πότε μεγάλωσαν, πότε μαράθηκαν;
Τα χέρια μας.
Έσκαψαν, φύτεψαν, θέρισαν.
Χάιδεψαν, έσφιξαν , αγκάλιασαν.
Έκοψαν, έραψαν, ομόρφυναν.
Χτύπησαν, μάτωσαν,πόνεσαν.
Έδειξαν, νίκησαν, έχασαν.
Φιλήθηκαν.
Υπάκουσαν.
Μετάνιωσαν.
Όλα τα έκαναν τα χέρια.
Πότε πρόλαβαν….
Αυτά τα άγνωστα χέρια μας…