Η κρανιά μου.

Ήταν και κάτι άλλο που την ξεχώριζε από τα άλλα δέντρα.

Το ξύλο της κρανιάς ήταν το καλύτερο. Το πιο δυνατό, το πιο ανθεκτικό, αυτό από το οποίο ο πατέρας θα μου έφτιαχνε το τόξο και τα βέλη μου.

«Το χρησιμοποιούσαν και οι αρχαίοι και οι τσοπάνηδες» μου είχε πει. Και τον κακό τον λύκο, πάντα τον ξυλοφόρτωναν με μια μαγκούρα από κρανιά. Μετά έμαθα πως ο Δούρειος Ίππος κατασκευάστηκε από κρανιά. Και τα ακόντια και τα δόρατα.
Από το δέντρο του κήπου μου όλα.

Θυμάμαι τις ημέρες που ετοιμαζόταν οι μάνα μου για το γλυκό ποτό.
Τα κράνα μαζεύονταν από την μία και μοναδική κρανιά μέσα σ’ ένα ψάθινο καλάθι. Τα έπλενε στην κουζίνα. Τα μπουκάλια με την ζάχαρη ήταν ήδη έτοιμα. Και μετά, ένα – ένα τα κράνα τα βάζαμε από το στόμιο των μπουκαλιών. Όταν τελειώναμε, σφραγιζόταν κι έπαιρναν τον δρόμο τους για το βορινό μπαλκόνι. Και μετά στην αποθήκη.
Τότε όλα ήταν πολλά. Πέντε – έξι μεγάλα μπουκάλια με κράνα. Ολόκληρος κουβάς το τουρσί. Ο τραχανάς , πολύς και ο γλυκός και ο καυτερός. Ολόκληρο το σπίτι δεν έφτανε για να απλωθεί, να στεγνώσει και να τριφτεί.

Και τα καλά τα όπλα δεν τα φτιάχναμε από πεύκο αλλά από την μαγική κρανιά.
Και ο Δίας κρανιά κρατούσε, μου έλεγαν. Έτσι, λοιπόν, κι εγώ. Κρανιά κρατούσα.

 

Κάποια στιγμή ο δάσκαλος ζήτησε να του φέρει κάποιο παιδί μία βέργα. Αν και ήταν πολύ καλός, ο δάσκαλος μας , σπάνια χτυπούσε, κυρίως τραβούσε τις φαβορίτες , δεν γινόταν να μην έχει μία βέργα μέσα στην τάξη.
Δεν έκανα καμία δεύτερη σκέψη. Το καλύτερο, το πιο σκληρό κι ανθεκτικό ξύλο ήταν της κρανιάς.
Αυτό από τον κήπο μου. Σήκωσα το χέρι και είπα ότι θα φέρω εγώ.
Το ίδιο απόγευμα είπα στον πατέρα μου να με βοηθήσει να κόψω το καλύτερο κλαδί της κρανιάς.
Δεν έφερε αντίρρηση. Πήγαμε στον κήπο με το πριόνι. Είχα ήδη διαλέξει το καλύτερο κλαδί κι όλα θα τελείωναν μέχρι που του είπα γιατί σκοπό το θέλω.
Μάζεψε το πριόνι. Μου απάντησε ξερά ότι δεν μπορεί να μου δώσει βέργα για το σχολείο.
Δεν είπε τίποτα άλλο. Καμία βαρύγδουπη ατάκα ή φιλοσοφία. Τα πράγματα ήταν πολύ απλά.
Όχι από το χέρι του, βέργα. Απλά, ξεκάθαρα κι έντιμα. Απόρησα πως δεν το είχα σκεφτεί.
Πως σκέφτηκα τόσο ανόητα. Η κρανιά μας κάποτε ξεράθηκε και ο πατέρας μου την ξήλωσε.
Μετά από πολλά χρόνια του ζήτησα να μου στείλει μία στην Αθήνα αν και το κλίμα δεν την ευνοεί. Πήγε σ’ ένα χωριό, την Πλατανιά για να βρει. Μία μέρα την πλήγωσα με το χλοοκοπτικό. Πήρα λάσπη και πανιά κι έδεσα το τραύμα της. Το έβρεχα συχνά. Με τον καιρό έγινε καλά κι ακόμα αντέχει μια χαρά. Ο πατέρας άντεξε για πολλά χρόνια από τότε.

Το ξύλο της κρανιάς τα είχε όλα: Τα κράνα, το ποτό, τους τσοπάνηδες, τον Δούρειο ίππο ακόμα και τον ίδιο τον Δία. Όχι όμως και τον πατέρα μου . Όχι ως βέργα. Όχι από τα χεριά του, τουλάχιστον.

Add to cart